λιμπρέτο

λιμπρέτο
(libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το υποκοριστικό της λέξης libro, που σημαίνει βιβλίο). Το λ. γεννήθηκε στη Φλωρεντία ως ποιητική σύνθεση, προορισμένη για μουσική, στο περιβάλλον της φλωρεντινής καμεράτα. Ο Οτάβιο Ρινουτσίνι έγραψε λ. για τις όπερες Δάφνη (1594) και Ευρυδίκη (1600), οι οποίες μελοποιήθηκαν από τον Τζάκοπο Πέρι, και για την Αριάδνη (1608), μελοποιημένη από τον Μοντεβέρντι. Ο Αλεσάντρο Στρίτζιο έγραψε ένα αριστουργηματικό λ., το οποίο χρησιμοποίησε το 1607 ο Μοντεβέρντι για τον Μύθο του Ορφέα, το οποίο αργότερα θεωρήθηκε το πρώτο σημαντικό λυρικό έργο. Οι καινοτομίες που έγιναν στο recitar cantando της φλωρεντινής καμεράτα είχαν ως αποτέλεσμα τη θετική εξέλιξη της άριας και συνεπώς τη στροφική μορφή του λ. Τότε δημιουργήθηκαν πολυάριθμα λ., κυρίως ιταλικά, που καθιερώθηκαν με τον ίδιο τρόπο από τους συνθέτες των ευρωπαϊκών Αυλών. Πράγματι, από τα τέλη του 17ου αι., οι μεγαλύτεροι συνθέτες, όπως οι Χέντελ, Μότσαρτ, Γκλουκ, Χάιντν κ.ά., συνεργάστηκαν με Ιταλούς λογίους και ποιητές (Μεταστάσιο, Καλτσαμπίγκι, Ντα Πόντε, Γκολντόνι κ.ά.). Στις αρχές του 18ου αι. καθιερώθηκε ως εξαιρετικός συγγραφέας λ. ο Απόστολο Τζένο (έγραψε περισσότερα από 50 λ.), ο οποίος συνέχισε την ανανεωτική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στη Γαλλία ο Φιλίπ Κινό, με τον ίδιο τρόπο που ο Μεταστάσιο είχε μεταφέρει στα έργα του την εμπειρία του Ρακίνα. Έτσι, στο λ. συναντήθηκαν τα ρεύματα και οι τάσεις της ιστορίας και του ανθρώπινου πνεύματος. Για παράδειγμα, τα ιντερμέδια, που βάραιναν το μουσικό θέαμα, βρήκαν στους συγγραφείς που ήταν περισσότερο ευαίσθητοι στις νέες πνευματικές και κοινωνικές απαιτήσεις την ώθηση για τη γέννηση της κωμικής όπερας, απαλλαγμένης από την ατμόσφαιρα ενός επιφανειακού μιμητισμού. Λ. για κωμική όπερα (opera buffa) έγραψε, εκτός από τον Γκολντόνι, τον οποίο προτιμούσε ο Γκαλούπι, και ο αβάς Γκαλιάνι (Φανταστικός Σωκράτης, Ο μυστικός γάμος). Εξάλλου, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. αναπτύχθηκε η παράδοση των συνθετών που έγραφαν λ., η οποία είχε ξεκινήσει πριν από έναν αιώνα με τον Στέφανο Λάντι και την όπερα Ο θάνατος του Ορφέα (1619). Μια τέτοια καινοτομία, η οποία προϋπέθετε ευρύτερο κύκλο πνευματικών ενδιαφερόντων του συνθέτη, βρήκε –μετά την εμπειρία του Ρουσό που συνέθεσε όπερες σε δικά του λ.– πάρα πολλούς συνεχιστές κατά τη διάρκεια του 19oυ και του 20ού αι. Ανάμεσα στους συνθέτες που έγραψαν λ. με αυτοδύναμη λογοτεχνική αξία περιλαμβάνονται οι Ρίχαρντ Βάγκνερ, Αρίγκο Μπόιτο, Ρίχαρντ Στράους, Γκιστάβ Σαρπαντιέ, καθώς και οι Ιλντεμπράντο Πιτσέτι, Άρνολντ Σένμπεργκ, Λουίτζι Νταλαπίκολα, Μάριο Τζάφρεντ, Τζανκάρλο Μενότι. Το λ. όπερας συνέβαλε επίσης με καθοριστικό τρόπο στη διάδοση των νέων ιδεών για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που ενισχύθηκαν από τις διασκευές σε λ. των κλασικών έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (Σίλερ, Βύρων, Ουγκό κ.ά.), τα οποία –επενδεδυμένα με μουσική– διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά κινήματα ανεξαρτησίας. Η συμμετοχή της μουσικής, που πραγματοποιήθηκε και μέσω των λ., στις προσπάθειες για την πνευματική και κοινωνική ανανέωση, συνεχίστηκε στα έργα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τα οποία μελοποίησαν ο Πάουλ Ντεσάου και ο Κουρτ Βάιλ. Γενικά, το λ., μέσα στα όρια των δυνατοτήτων του, προέβαλε κυρίως τις διακυμάνσεις των προτιμήσεων, της συνήθειας αλλά και των ισχυρών ρευμάτων του πνευματικού πολιτισμού, από τον νεοκλασικισμό μέχρι τον Διαφωτισμό, από τον βερισμό μέχρι τον ρομαντισμό και από τον μποεμισμό μέχρι τον εξπρεσιονισμό. Εξώφυλλο λιμπρέτου της όπερας «Αΐντα» του Βέρντι, έργο του Αντόνιο Γκισλαντσόνι (1824-1893), κείμενο ρομαντικής έμπνευσης.
* * *
το
κείμενο μελοδράματος, οπερέτας ή ορατορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. libr-etto, υποκορ. τού libro «βιβλίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιμπρέτο — το (λ. ιταλ.), το κείμενο μελοδράματος ή ορατόριου: Έχει γράψει εξαιρετικά λιμπρέτα για όπερες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

  • Παϊζιέλο, Τζιοβάνι — (Paisiello, Tάρας 1740 – Nάπολη 1816). Ιταλός συνθέτης. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο ωδείο του Αγίου Ονουφρίου της Νάπολης, εγκατέλειψε τη θρησκευτική μουσική χάρη της κωμικής όπερας, δρέποντας επιτυχίες (1764 66), στην Μπολόνια, στην Πάρμα …   Dictionary of Greek

  • οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρμπερ, Σάμουελ — (Samuel Barber, Γουέστ Τσέστερ, Πενσιλβάνια 1910 – 1981). Αμερικανός συνθέτης. Άρχισε μουσική σε μικρή ηλικία και σπούδασε πιάνο, τραγούδι, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Κερδίζοντας βραβεία και υποτροφίες, προκάλεσε την προσοχή της κριτικής με …   Dictionary of Greek

  • Μπόιτο — (Boito). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στις τέχνες. 1. Αρίγκο (Arigo, Πάντοβα 1842 – Μιλάνο 1918). Συνθέτης, ποιητής, λιμπρετίστας, μουσικός και θεατρικός κριτικός. Υπήρξε, μαζί με τον Εμίλιο Πράγκα, από νέος, μια …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

  • Σεμίραμις — I Ελληνοποιημένος τύπος του συριακού Σαμμουραμάτ, όνομα θρυλικής Ασσυρίας βασίλισσας, τις περιπέτειες της οποίας διηγούνται διάφοροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, η Σ. ήταν σύζυγος του βασιλιά Νίνου και μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”